- νευρορ(ρ)υθμιστής
- οβιολ. χημική οργανική ουσία που βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα και δρα είτε απευθείας στους νευρώνες, αυξάνοντας ή ελαττώνοντας τη δραστηριότητά τους, είτε ρυθμίζοντας την απελευθέρωση τών νευροδιαβιβαστών.
Dictionary of Greek. 2013.